εὐτυχέστατος

εὐτυχέστατος
εὐτυχής
successful
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανευτυχής — ές, ΝΜ πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων …   Dictionary of Greek

  • τρισευδαίμων — ονος, ον, Α ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐδαίμων «ευτυχής»] …   Dictionary of Greek

  • όλβιστος — ὄλβιστος, ίστη, ον (Α) 1. πλουσιότατος 2. ευτυχέστατος τ. υπερθ. τού όλβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθ. τού επιθ. ὄλβιος που έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το μακάριστος] …   Dictionary of Greek

  • τρισευτυχισμένος — η, ο πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”